- ὠνοῦμαι
- ὠνέομαιbuypres ind mp 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωνούμαι — έομαι, ΜΑ, και κρητ. τ. μτχ. ενεστ. ὠνώμενος, ένη, ον, Α 1. αγοράζω 2. διαπραγματεύομαι κάτι, παζαρεύω 2. (ειδικότερα) α) (με δοτ. προσ.) αγοράζω κάτι από κάποιον β) (με γεν. και σπάν. με δοτ. τής τιμής) αγοράζω κάτι αντί ενός χρηματικού ποσού 3 … Dictionary of Greek
Οἰκ ὠνοῦμαι μύρων δραχμῶν μεταμελίαν. — См. Такой ценою не куплю … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
πρίαμαι — Α (αποθ. ρ. εύχρ. μόνον ως αόρ. α ἐπριάμην τού ρ. ὠνοῡμαι, έομαι) 1. αγοράζω κάτι σε μια ορισμένη τιμή («καὶ πρίασθαι... τὴν καπίθην ἀλεύρων ἢ ἀλφίτων τεττάρων σίγλων», Ξεν.) 2. πληρώνω τα τέλη, τους φόρους πόλεως 3. (σχετικά με δούλο) μισθώνω… … Dictionary of Greek
ωνώ — έω, ΜΑ (κυρίως κρητ. τ.) (κατά τον Ησύχ. και τον Ζων.) πουλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Δευτερογενής υποχωρητ. σχημ. από το ρ. ὠνοῦμαι «αγοράζω», προκειμένου το αντίθετο τού ὠνοῦμαι να ανήκει στην ίδια ρίζα (ὠνεῖσθαι / ὠνεῖν, αντί ὠνεῖσθαι / πωλεῖν)] … Dictionary of Greek
такой ценою не куплю — (иноск.) о несоответственной жертве Ср. Чтоб тайный яд страницы знойной Смутил ребенка сон покойный И сердце слабое увлек В свой необузданный поток? О нет! преступною мечтою Не ослепляя жизнь мою, Такой тяжелою ценою Я вашей славы не куплю...… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Такой ценою не куплю — Такой цѣною не куплю (иноск.) о несоотвѣтственной жертвѣ. Ср. Чтобъ тайный ядъ страницы знойной Смутилъ ребенка сонъ покойный И сердце слабое увлекъ Въ свой необузданный потокъ? О нѣтъ! преступною мечтою Не ослѣпляя жизнь мою, Такой тяжелою цѣною … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
LAIS — meretrix nobilissima, quae quaestûs gratiâ ex Sicilia, ubi nata fuit, Corint hum sese contulit. Ad hanc propter insignem pulchritudinem potentissimi quicumque ex omni Graecia conveniebant, nec quispiam admirtebatur, nisi qui dabat quod poposcerat … Hofmann J. Lexicon universale
αντωνούμαι — ἀντωνοῡμαι ( έομαι) (Α) [ωνούμαι] 1. αγοράζω κάτι στη θέση αυτού που πούλησα 2. πλειοδοτώ ως αγοραστής 3. (το αρσ. της μτχ. ως ουσ.) ὁ ἀντωνούμενος αντίπαλος αγοραστής, πλειοδότης … Dictionary of Greek
αργυρώνητος — η, ο (AM ἀργυρώνητος, ον) αυτός που έχει εξαγοραστεί με χρήματα, που έχει δωροδοκηθεί, ο πουλημένος αρχ. ως ουσ. ο αγορασμένος με χρήματα, ο δούλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + ωνητός < ωνούμαι «αγοράζω, παζαρεύω»] … Dictionary of Greek
βοώνης — βοώνης, ο (Α) στην Αθήνα άρχοντας αρμόδιος να αγοράζει βόδια για θυσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + ώνης < ωνούμαι «αγοράζω»] … Dictionary of Greek